- εκκλητικός
- ἐκκλητικός, -ή, -όν (Α)προκλητικός, ερεθιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκλητικός — provocative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλητικά — ἐκκλητικός provocative neut nom/voc/acc pl ἐκκλητικά̱ , ἐκκλητικός provocative fem nom/voc/acc dual ἐκκλητικά̱ , ἐκκλητικός provocative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλητική — ἐκκλητικός provocative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλητικῶς — ἐκκλητικός provocative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκλητικαί — αἱ, Μ κατηγορητήριες επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλητικός «προσβλητικός, χλευαστικός» (< ἐκκαλῶ «καταγγέλλω, μηνύω»)] … Dictionary of Greek